πρήσκω
Смотреть что такое "πρήσκω" в других словарях:
πρήσκω — ΝΜ πρήζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πρήθω, πίμπρημι με το ενεστωτικό επίθημα σκω, με σκοπό να δηλωθεί σαφέστερα το θ. τού ενεστ. και να αντιδιασταλεί προς τους άλλους χρόνους (πρβλ. λούζω λούσκομαι, μυρίζω μυρίσκουμαι, πλήσσω… … Dictionary of Greek
πρήστος — και ιδιωμ. τ. πρήσκος, ο, Ν [πρήζω / πρήσκω] 1. το άγουρο σύκο όταν είναι φουσκωμένο 2. φουσκωμένη κοιλιά από δυσπεψία … Dictionary of Greek
πρησκοκοίλης — ο, Ν αυτός που έχει πρησμένη, φουσκωμένη κοιλιά, κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρήσκω «πρήζω» + κοιλιά (πρβλ. προ κοίλης)] … Dictionary of Greek
πρησκομάγουλος — η, ο, Ν αυτός που έχει φουσκωμένα μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρήσκω «πρήζω» + μάγουλο (πρβλ. ροδο μάγουλος)] … Dictionary of Greek